Τι ακριβώς κάνει ο Λογοθεραπευτής;
Ο Λογοθεραπευτής παρέχει βοήθεια σε παιδιά, έφηβους και ενήλικες που έχουν ανάγκες σε επίπεδο λόγου και επικοινωνίας. Συγκεκριμένα, οι ανάγκες αυτές αφορούν :
-δυσκολία στη ροή του λόγου (τραυλισμός)
-δυσκολία στην εκφορά του λόγου (άρθρωση, φωνολογια, δυσπραξία)
-δυσκολία στην έκφραση (τήρηση γραμματικών και συντακτικών κανόνων για τη σύνθεση προτάσεων, δομημένη έκφραση σκέψεων και ιδεών)
-δυσκολία στην κατανόηση (προσοχή, ακουστική επεξεργασία, κατανόηση εννοιών,μνήμη)
-δυσκολία στην κατάλληλη χρήση του λόγου (μη λεκτική επικοινωνία, κοινωνικές δεξιότητες, δεξιότητες συζήτησης)
Είναι δύσκολο να παραδεχτώ ότι το παιδί μου αντιμετωπίζει δυσκολίες. Είναι κι άλλοι σαν εμένα;
Αυτό είναι κάτι το οποίο συναντάμε συχνά και η χρονική στιγμή που θα επιλέξει ο γονιός να απευθυνθεί στο ειδικό παίζει θεμελιώδη ρόλο στην εξέλιξη του παιδιού.Είναι φυσιολογικό να φοβάται ένας γονιός για το τι επιφυλάσσει το μέλλον. Είναιόμως σημαντικό να καταλάβει πόσο πολύ θα βοηθηθεί το παιδί, αλλά και ο ίδιος,μέσα από τη θεραπευτική διαδικασία. Εάν ένας γονιός παρατηρεί στο παιδί του κάτιπου τον προβληματίζει, μπορεί το να πάει στο ειδικό να είναι κάτι αγχωτικό γιατί δεν ξέρει τι θα ακούσει. Αυτό που θα ακούσει είναι είτε ότι το παιδί χρειάζεται βοήθεια,είτε όχι. Το να μένει αναπάντητο το ερώτημα για το αν το παιδί έχει δυσκολία που παρεκκλίνει από το φυσιολογικό, και να μένει με αυτή την αγωνία, είναι πιο δύσκολο.Όσοι γονείς απευθύνονται έγκαιρα σε ειδικό με τα ερωτήματά και τις ανησυχίες τους ανακουφίζονται καθώς το παιδί επωφελείται από τη βοήθεια που του αναλογεί, αλλά και οι ίδιοι, έχοντας ενημερωθεί για την πραγματικότητα, μαθαίνουν πώς μπορούν να βοηθήσουν.
Πώς γίνονται οι συναντήσεις;
Οι συναντήσεις είναι συνήθως διάρκειας 45 λεπτών. Βασική συνθήκη για τη συνεδρία είναι να νιώθει το παιδί ότι βρίσκεται σε ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης, ασφαλές, όπου δεν υπάρχει κριτική, είναι ευχάριστο και περνά καλά! Αυτό εξασφαλίζεται καθώς, μετά την αξιολογητική φάση, ο Λογοθεραπευτής έχει θέσει τους θεραπευτικούς στόχους, έχει κατανοήσει τις ανάγκες και τα θέλω του παιδιού, έχει διερευνήσει τι του αρέσει και ποια παιχνίδια προτιμά. Η κάθε συνεδρία διαμορφώνεται μαζί με το παιδί μέσα από ένα οπτικοποιημένο πρόγραμμα και έτσι εκείνο γνωρίζει και κατανοεί τι θα ακολουθήσει, υπάρχει προβλεψιμότητα και είναι πιο ικανό στο να μεταβεί από τη μια δραστηριότητα στην επόμενη. Οι θεραπευτικοί στόχοι δουλεύονται μέσα από παιχνίδια ευχάριστα, που αρέσουν στο παιδί, διατηρώντας έτσι το κίνητρο για συνεργασία και εξέλιξη σε υψηλά επίπεδα. Για τη γενίκευση των νέων δεξιοτήτων είναι σημαντική η συμβολή των γονέων, οι οποίοι θα βοηθήσουν να τις ενσωματώσει στην καθημερινότητα.
Μπορεί ο γονιός να είναι παρών στις συναντήσεις;
Στο αρχικό στάδιο της παρέμβασης το παιδί καλείται να έρχεται στις συνεδρίες μόνο του. Σκοπός αυτού είναι να δημιουργηθεί μια σχέση εμπιστοσύνης ώστε να νιώθει το παιδί ευχάριστα και μέσα από το παιχνίδι και την αλληλεπιδραση με τη θεραπεύτρια να γνωριστούν, να περνούν όμορφα.Αυτό θέτει τις βάσεις για να βοηθηθεί το παιδί, να επενδύσει στη θεραπευτική διαδικασία, χωρίς ωστόσο να νιώθει ότι έχει “πρόβλημα”.Σε μια δεύτερη φάση, ο γονιός καλείται να είναι παρών στις συνεδρίες με σκοπό να παρακολουθήσει και να συμμετάσχει στη θεραπευτική διαδικασία.Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό στάδιο, καθώς του δίνεται η δυνατότητα να κατανοήσει σε βάθος τόσο τις ανάγκες του παιδιού, αλλά και να εκπαιδευτεί βιωματικά στο πως μπορεί ο ίδιος να συμβάλλει στην εξέλιξη του παιδιού του, τόσο κατά τη διάρκεια της συνεδρίας, όσο και στην καθημερινότητα.
Τι είναι ο Αυτισμός;
Δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο είδος Αυτισμού. Ο Αυτισμός, ή οι Διαταραχές Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ) αναφέρονται σε ένα εύρος συμπεριφορών που χαρακτηρίζονται από δυσκολίες σε επίπεδο κοινωνικών δεξιοτήτων, λόγου, μη λεκτικής επικοινωνίας, με την εμφάνιση στερεοτυπιών. Ο Αυτισμός είναι μια αναπτυξιακή διαταραχή με ευρύ φάσμα, που σημαίνει ότι στο κάθε άτομο εκδηλώνεται με διαφορετικές δυνατότητες και αδυναμίες. Ο τρόπος με τον οποίο τα άτομα με αυτισμό σκέφτονται, μαθαίνουν και επιλύουν προβλήματα διαφέρει. Μερικοί με ΔΑΦ χρειάζονται μεγάλη υποστήριξη στην καθημερινότητα τους, ενώ άλλοι χρειάζονται λιγότερη υποστήριξη και είναι ικανοί να ζήσουν αυτόνομα. Η εξέλιξη του Αυτισμού επηρεάζεται από γενετικούς και περιβαλλοντικους παράγοντες και συχνά συνοδεύεται από αισθητηριακές ευαισθησίες και ιατρικά θέματα όπως γαστρενερικα προβλήματα, κρίσεις ή διαταραχες ύπνου, καθώς και ζητήματα ψυχικής υγείας όπως άγχος, κατάθλιψη ή/και διάσπαση. Τα αρχικά σημάδια του Αυτισμού εμφανίζονται συνήθως μεταξύ 2 και 3 ετών και μελέτες έχουν δείξει ότι η πρώιμη παρέμβαση οδηγεί στη θετική εξέλιξη της μετέπειτα ζωής του ατόμου.
Υπάρχει στιγματισμός στα παιδιά με Αυτισμό;
Ο στιγματισμός συμβαίνει όταν κάποιοι άνθρωποι νιώθουν κατώτεροι,ντρέπονται και απομονώνονται επειδή διαφέρουν από τους άλλους. Σύμφωνα με μερικές έρευνες, ο φόβος της “ταμπέλας” μπορεί να λειτουργήσει στις οικογένειες ως ανασταλτικός παράγοντας στο να αναζητήσουν διάγνωση και βοήθεια για το παιδί τους, στη συμμετοχή τους σε κοινωνικά δρώμενα και στο να απολαμβάνουν την ίδια ποιότητα ζωής με τους άλλους. Ωστόσο ο στιγματισμός στις μέρες μας δεν είναι όπως ήταν.
Πλέον οι περισσότεροι έχουν απορρίψει το στερεότυπο ότι το να είσαι “κακός γονιός” προκαλεί αυτισμό. Πολλοί γονείς πια αναφέρουν πως, ενώ αρχικά ανησυχούσαν για τον στιγματισμό ως αποτέλεσμα της διάγνωσης του παιδιού τους, η ίδια η διάγνωση ήταν χρήσιμη στη διεύρυνση της κατανόησης των άλλων αλλά και στην καλύτερη προσαρμογή (των άλλων) απέναντι στις δυσκολίες του παιδιού. Η “ταμπέλα” του αυτισμού λοιπόν, είναι ικανή στο να μειώσει τον στιγματισμό, καθώς παρέχει μία νευρολογική επεξήγηση και δικαιολογεί τις μη-τυπικές συμπεριφορές του παιδιού. Το παιδί δε φταίει για την “προβληματική” συμπεριφορά του οπότε η επίκριση προς αυτό μειώνεται.Μάλιστα, υπάρχει μια θεωρία (attribution theory) που υποστηρίζει πως ο βαθμός στο οποίο ένας παρατηρητής πιστεύει ότι ένα άτομο είναι υπεύθυνο για την αρνητική συμπεριφορά του επηρεάζει τα συναισθήματα και την αντιμετώπιση του προς αυτό. Κατ’ επέκταση, αυτό επηρεάζει την παρουσία στιγματισμού. Άλλο ένα όφελος της αποδοχής και αποκάλυψης του αυτισμού είναι ότι έτσι δίνεται η ευκαιρία στο παιδί ή τον έφηβο να λάβει την ανάλογη υποστήριξη στο σχολείο, καθώς έτσι είναι ενήμεροι οι εκπαιδευτικοί και οι συμμαθητές του για τις διαφορετικές ανάγκες του. Έρευνες μάλιστα έχουν δείξει ότι σε έφηβους με αυτισμό, η γνώση της διάγνωσης συνέβαλλε στο να διαμορφώσουν μια θετική εικόνα εαυτού, καθώς έτσι αναγνώρισαν τη διαφορετικότητά τους. Ταυτόχρονα λειτούργησε ως βοηθητική στην καλύτερη κατανόηση εαυτού, συνέβαλλε στην αίσθηση αυτογνωσίας και αυθεντικότητας καθώς τους απελευθέρωσε από το βάρος ότι κρατούν κάτι “κρυφό”. Συνεπώς, η αποδοχή και αποκάλυψη ότι το παιδί /έφηβος έχει αυτισμό μπορεί και να συμβάλλει στη μείωση του στιγματισμού.
Ισχύει ότι όσο μεγαλώνει το παιδί, τα προβλήματα συμπεριφοράς θα μειώνονται;
Πολλές φορές έχουμε ακούσει φράσεις όπως:
“Άστο, είναι μικρό ακόμη ”
“Κι εγώ άργησα να μιλήσω και τα είπα μετά όλα μαζί”
“Θα μεγαλώσει και θα μάθει”
Επίσης μπορεί μέσα στην αγωνία του να ζητήσει γνώμες άλλων ειδικών που ενώ έχουν γνώσεις για παιδιά, δεν έχουν την κατάρτιση στον συγκεκριμένο τομέα. Αρμόδιοι να απαντήσουν είναι οι ειδικοί Ψυχικής Υγείας ανάλογα και πάλι με τον τομέα ειδικότητας του (Λογοθεραπευτής, Ψυχολόγος,Εργοθεραπευτής, Παιδοψυχίατρος, Αναπτυξιολόγος).Τα παιδιά μεγαλώνοντας περνούν από αναπτυξιακά στάδια μέσα από τα οποία αλλάζει η συμπεριφορά τους και αυτό είναι κάτι φυσιολογικό. Το τι αποτελεί “πρόβλημα” το ορίζει ο ειδικός καθώς έχει την εκπαίδευση και την εμπειρία ώστε να αξιολογήσει τι είναι φυσιολογικό και τι παρεκκλίνει από αυτό.Μια συμπεριφορά που παρεκκλίνει από τη φυσιολογική ανάπτυξη του παιδιού η του έφηβου δεν ξεπερνιέται από μόνη της. Τουναντίον, διογκώνεται χωρίς την κατάλληλη παρέμβαση και σε βάθος χρόνου οι λανθασμένες συμπεριφορές αυτές εγκαθίστανται, με αποτέλεσμα αφενός να είναι πιο δύσκολο να ξεπεραστούν. Αφετέρου, το παιδί/έφηβος στιγματίζεται για τις συμπεριφορές αυτές ως “κακό/προβληματικό” κάτι που αν δεν αντιμετωπίσει, θα το κουβαλά στην ενήλικη ζωή του.
Το παιδί μου θα γίνει ποτέ εντελώς καλά;
Η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα της θεραπείας επηρεάζεται από τους ακόλουθους παράγοντες :
-από τις ανάγκες του παιδιού
-από τη χρονική στιγμή που ξεκινά την παρέμβαση και πόσος χρόνος έχει
περάσει από την εμφάνιση των δυσκολιών μέχρι να ξεκινήσει η θεραπεία
-από τη συνέπεια και σταθερότητα της θεραπείας (π.χ. Οι συχνές ακυρώσεις των ραντεβού έχουν αρνητική επίδραση στην αποτελεσματικότητα της παρέμβασης επειδή διαταρασσεται η ροή αυτής)
-από το βαθμό συνεργασίας των γονιών στις υποδείξεις του ειδικού
Συνεπώς η θεραπεία έχει τη δυνατότητα να βοηθήσει το άτομο και την οικογένεια του όμως ο βαθμός εξαρτάται από τις παραπάνω συνθήκες.
Λογοθεραπεία και έφηβοι
Η γλωσσική εξέλιξη σε αυτή την ηλικία αναπτύσσεται σταδιακά και είναι σημαντικό για έναν έφηβο να είναι σε θέση να δημιουργήσει σχέσεις με τους γύρω του και να είναι ικανός να συμμετάσχει σε κοινωνικές δραστηριότητες.Στο ηλικιακό στάδιο 12-17 ετών λοιπόν, ένας έφηβος θα πρέπει να έχει κατακτήσει τις ακόλουθες δεξιότητες:
- Να εκφράζεται με προτάσεις των 7-12 λέξεων
- Να κατανοεί τον σαρκασμό
- Να αναγνωρίζει ότι ο λόγος χρησιμοποιείται διαφορετικά με τους φίλους και διαφορετικά όταν απευθυνόμαστε σε έναν καθηγητή
- Να κατανοεί ιδιωματισμούς
- Να ακολουθεί περίπλοκες οδηγίες
- Να αφηγείται περίπλοκες ιστορίες
Κατά την εφηβεία, οι δυσκολίες λόγου και επικοινωνίας που ίσως προκύψουν είναι οι παρακάτω:
- Δυσκολία στην εκμάθηση νέων λέξεων
- Δυσκολία στην κατανόηση αφηρημένων εννοιών, του σαρκασμού και της ειρωνίας
- Απευθύνονται σε φίλους και καθηγητές με τον ίδιο τρόπο
- Χρειάζονται πολύ χρόνο για να οργανώσουν αυτά που θέλουν να πουν ή να γράψουν
- Δυσκολία στο να δώσουν συγκεκριμένες απαντήσεις ή επεξηγήσεις
- Κατανοούν κάποιες εκφράσεις κυριολεκτικά π.χ. «επιστρέφω σε δυο λεπτά»
- Δυσκολία σε δεξιότητες συζήτησης
Εάν έχετε εντοπίσει αδυναμία σε κάποιο από τα παραπάνω στοιχεία, μια Λογοθεραπευτική αξιολόγηση θα διερευνήσει τους τομείς λόγου και επικοινωνίας του εφήβου και βάσει αυτών θα σας προταθεί ένα εξατομικευμένο θεραπευτικό πρόγραμμα.
Λογοθεραπεία και εκπαίδευση γονέων “It Takes Two To Talk”
Μέσα από την πολυετή εμπειρία μου έχω διαπιστώσει ότι υπάρχει ένας πληθυσμός μικρών παιδιών που αργεί να μιλήσει, ή/και που ο λόγος τους παρουσιάζει καθυστέρηση στην εξέλιξη του. Οι γονείς του παιδιού απευθύνονται συνήθως στον παιδίατρο ή στον βρεφονηπιοκόμο ζητώντας συμβουλές και καθοδήγηση και εκείνοι τους λένε να περιμένουν, ή λένε ότι «θα μεγαλώσει και θα τα πει όλα μαζεμένα», ενώ πολύ συχνά ακούγεται το «είναι πολύ μικρό για να κάνει Λογοθεραπεία».
Μια τέτοιου είδους προσέγγιση ενδέχεται να προκαλέσει ανησυχία ή άγχος σε έναν γονιό, ο οποίος ενώ θέλει να βοηθήσει το παιδί του, δεν ξέρει τι ακριβώς να κάνει, ή δεν γνωρίζει τι χρειάζεται να αλλάξει στη δική του συμπεριφορά για μπορέσει να ενισχύσει την εξέλιξη του λόγου στο παιδί του.Το It Takes Two To Talk είναι ένα εξειδικευμένο πρόγραμμα σχεδιασμένο για γονείς μικρών παιδιών (1-5 ετών) που παρουσιάσουν καθυστέρηση στην εξέλιξη του λόγου.Πρόκειται για μια βιωματική εκπαίδευση, όπου ο γονιός μαθαίνει πρακτικές στρατηγικές για να βοηθήσει το παιδί του να εκφράζεται και να κατανοεί τον λόγο μέσα από καθημερινές δραστηριότητες που μπορεί να κάνει με το παιδί του.Το It Takes Two To Talk είναι ένα πρόγραμμα που διδάσκει τον γονιό πώς να γίνει ο ίδιος, ο δάσκαλος του παιδιού του.Συγκεκριμένα, ο γονιός μαθαίνει πώς να αναγνωρίσει τις γλωσσικές και επικοινωνιακές ανάγκες του παιδιού του, μαθαίνει να παρατηρεί ποιες συνθήκες ή δραστηριότητες παρακινούν περισσότερο το παιδί του ούτως ώστε εκείνο να εμπλακεί σε διάλογο, αλλά και πώς να προσαρμόσει ο ίδιος τον λόγο του ούτως ώστε να ενθαρρύνει και να εμπλουτίσει τον λόγο του παιδιού του.Οι συναντήσεις γίνονται είτε σε ομάδες γονέων, είτε σε ατομικά ραντεβού.