Σ’ έναν κόσμο ιδανικό θα μεγαλώναμε όλοι σε οικογένειες όπου η αγάπη θα ήταν ίσα κατανεμημένη σε όλους, αλλά δυστυχώς πάντα θα υπάρχουν οι “εκλεκτοί” και εκείνοι που ζουν στη σκιά του αγαπημένου παιδιού των γονιών τους. Το αν θα κατατάξεις το παιδί σου στη μία ή στην άλλη κατηγορία, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και έχει ποικίλα αποτελέσματα και επιπτώσεις.
Οι αδυναμίες διαμορφώνονται και εκδηλώνονται σε διαφορετικές περιόδους. Η στιγμή που έρχεται στη ζωή σου κάθε παιδί παίζει καθοριστικό ρόλο στο πόσο θα δεθείς μαζί του. Συχνά η άφιξη του πρώτου γεννά στους γονείς μεγαλύτερο άγχος, αγωνία και μερικές φορές υπερπροστασία σε σχέση με τα επόμενα παιδιά. Είναι ένα γεγονός που ανατρέπει όλη σου τη ζωή και σε ωριμάζει. Αγωνιάς για τις νέες εμπειρίες του παιδιού σου, που είναι και για σένα νέες. Μέχρι να έρθει το επόμενο παιδί, όλη η αγάπη και η τρυφερότητα δίνεται στο πρώτο κι έτσι αναπτύσσεται ένας ιδιαίτερος δεσμός. Με τη γέννηση του δεύτερου, η διαδικασία είναι ήδη γνωστή κι εσύ σαν γονιός πιο χαλαρός. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι δεν αγαπάς το επόμενο παιδί ή ότι το παραμελείς. Μπορεί ουσιαστικά να του αφήνεις περισσότερο χώρο και χρόνο για να αναπτυχθεί. Με το να είσαι λιγότερο υπερπροστατευτικός, του δίνεις τη δυνατότητα να μεγαλώσει πιο αυτόνομα.
Η προσωπικότητα του παιδιού παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της γονεϊκής μεροληψίας. Η υπευθυνότητα, η ωριμότητα και η ανεξαρτησία είναι στοιχεία του χαρακτήρα ενός παιδιού, που μπορεί να σε ωθήσουν να το «παραμελήσεις». Υποθέτοντας ότι μπορεί να τα καταφέρει και μόνο του, δεν του δίνεις την προσοχή και τη φροντίδα που χρειάζεται. Το ότι δεν είναι εξαρτημένο από σένα δε σημαίνει ότι δεν έχει επιθυμίες και ανάγκες. Αντίστοιχα, ένα παιδί ευαίσθητο και εύθραυστο, σου προκαλεί την ανάγκη να το προστατεύσεις, να είσαι συνέχεια δίπλα του, αρωγός σε κάθε του προσπάθεια.

Επικεντρώνεσαι στο μεγάλωμα του και παραμελείς υποσυνείδητα το παιδί που σου φαίνεται «ικανό να τα καταφέρει». Η εσωστρέφεια επίσης ενός παιδιού, είναι ένας ακόμη λόγος να σε αποτρέψει να αναπτύξεις πιο στενή σχέση μαζί του, δίνοντας όλο το βάρος και την αφοσίωση στο γλυκό και τρυφερό σου παιδί. Εκείνο σου προκαλεί πολύ μεγαλύτερη ανάγκη να το αγκαλιάσεις και να το παρηγορήσεις. Πιο δεκτικά σε χάδια και αγκαλιές είναι συνήθως τα μικρότερα παιδιά (γι’ αυτό τα λέμε και «παραχαϊδεμένα»).
Υπαρκτό όμως είναι και το ενδεχόμενο της ταύτισης. Ενστικτωδώς, δένεσαι περισσότερο και αποκτάς αδυναμία στο παιδί που σου μοιάζει περισσότερο στο χαρακτήρα και στον τρόπο σκέψης ή αναπτύσσεις έναν ιδιαίτερο δεσμό μ’ εκείνο στο οποίο βλέπεις στοιχεία που θα ήθελες να έχεις κι εσύ αλλά δεν τα είχες ποτέ. Μπορεί να έλκεσαι από τη σεμνότητα του ενός παιδιού, για παράδειγμα, ή να θαυμάζεις την κοινωνικότητα και τον αυθορμητισμό του άλλου. Μπορεί να αδυνατείς να καταλάβεις στοιχεία της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς του άλλου παιδιού, επειδή διαφέρει από σένα.
Πολλοί γονείς επίσης, αναπαράγουν στην οικογένειά τους το μοντέλο που έχουν οι ίδιοι βιώσει στην παιδική τους ηλικία και άρα θεωρούν ως φυσιολογικό. Προβάλλουν τον εαυτό τους στα παιδιά τους και «παίζουν» μαζί τους απονέμοντας τους ρόλους που υπήρχαν στη δική τους οικογένεια. Η σχέση που είχες με τον πατέρα σου μπορεί να επηρεάσει τη σχέση σου με την κόρη ή το γιο σου.
Ο τρόπος για να γίνεις κυρίαρχος όλων αυτών των αντικρουόμενων συναισθημάτων είναι να μάθεις να αγαπάς το κάθε παιδί για τα δικά του προσόντα, να ξεχωρίζεις σ’ αυτό ιδιαιτερότητες και στοιχεία του χαρακτήρα που δε μπορείς να βρεις στο άλλο και να ανακαλύπτεις τη μοναδικότητά του. Θα πρέπει να μάθεις να το αγαπάς και να το φροντίζεις ανεξάρτητα από το αν σου ταιριάζει/θυμίζει κάτι ή όχι.
Σ’ αυτό το παιχνίδι όμως των σχέσεων, σημαντικό ρόλο παίζει και το φύλο του παιδιού. Η άγνοια που έχουν και οι δύο γονείς προς το άλλο φύλο, τους ωθεί να αναπτύξουν ιδιαίτερες σχέσεις και δεσμούς με το φύλο που γνωρίζουν καλά, με τα ομόφυλα παιδιά τους. Ένας άντρας, για παράδειγμα, θα προτιμήσει να δεθεί περισσότερο με το γιο του, μαθαίνοντας του να παίζει μπάλα, να οδηγεί, να βλέπει ματς στην Tv και να τρώει πίτσα. Θα αφήσει έτσι στη γυναίκα να αναλάβει το ρόλο «πάω με την κόρη μου για shopping therapy».
Για να ανακηρύξεις όμως ένα παιδί σε εκλεκτό, μπορεί να συμβάλλει κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο του ή ικανότητα στον αθλητισμό, το χορό, τη μουσική κτλ. Αν υπερεπενδύσεις πάνω σ’ αυτό το παιδί και το φορτώσεις με φιλοδοξίες που πηγάζουν από το θαυμασμό σου γι’ αυτό, υπάρχουν διάφοροι κίνδυνοι. Μπορεί να το κάνεις να ζει συνεχώς με το άγχος και το φόβο της αποτυχίας, που στο μυαλό του, συνεπάγεται να χάσει και την αγάπη σου. Από την άλλη πλευρά, η αδυναμία που δείχνεις σ’ αυτό, δημιουργεί προβλήματα στο άλλο παιδί. Αν το αφήσεις να πιστέψει ότι δεν πρόκειται να γίνει ποτέ τόσο καλό σε κάτι όσο κάποιο από τα αδέρφια του, η ανασφάλεια και το σύνδρομο κατωτερότητας θα το κυνηγάνε για μια ζωή. Μια τέτοια κατάσταση επιπλέον μπορεί να δηλητηριάσει τις σχέσεις ανάμεσα στα αδέρφια. Δε συγκρίνουμε λοιπόν τις επιδόσεις των παιδιών αλλά αναγνωρίζουμε στον καθένα τις ικανότητές του και το βοηθάμε στις αδυναμίες του.
Μία πιο σοβαρή και επικίνδυνη παράμετρος για τη δημιουργία ενδοοικογενειακών προτιμήσεων είναι και οι πνευματικές ή σωματικές ικανότητες των παιδιών. Οι γονείς συνήθως «πέφτουν πάνω»/αφοσιώνονται στο παιδί που «πάσχει». Ας ξεκινήσουμε από μια πολύ ελαφριά μορφή «μειονεξίας», τη δυσλεξία. Είναι φυσιολογικό το παιδί που έχει δυσλεξία να χρήζει μεγαλύτερη προσοχής σε μαθησιακό επίπεδο. Το γεγονός όμως ότι το ένα παιδί δεν έκανε κανένα ιδιαίτερο μάθημα όσο ήταν μαθητής ή δεν διάβασε ποτέ με τους γονείς του, δε σημαίνει ότι και το άλλο θα πρέπει να έχει την ίδια αντιμετώπιση. Κάθε παιδί έχει διαφορετικές ανάγκες και η σύγκριση μεταξύ εκείνων που προσφέρεις στα παιδιά σου, πρέπει να γίνεται ποιοτικά και όχι ποσοτικά.
Σε περιπτώσεις αναπηρίας, η κατάσταση γίνεται πιο πολύπλοκη. Όταν ένα παιδί χρειάζεται ειδική φροντίδα σε συγκεκριμένα ζητήματα, πόσο μάλλον αν έχει κάποιο κινητικό ή διανοητικό πρόβλημα, πρέπει να του δίνεται. Μπορείς να νιώθεις μεγαλύτερη αδυναμία στο «ανάπηρο» παιδί σου, να έχεις την ανάγκη να το φροντίσεις, να το υπερπροστατεύσεις και να του αφιερώσεις περισσότερο χρόνο αλλά δε θα πρέπει να νιώθεις ενοχές, γιατί αυτό θα γίνει αντιληπτό από το «ικανό» παιδί και θα το κάνει να νιώθει παραμελημένο. Ούτε όμως, προς αποφυγή αυτής της κατάστασης, πρέπει να υπερεπενδύσεις στο «υγιές» παιδί και να του φορτώσεις προσδοκίες που αντιστοιχούν σε δύο παιδιά.
Η σχέση κάθε γονιού με το κάθε παιδί είναι διαφορετική. Το να έχεις αδυναμία σε κάποιο από τα παιδιά σου, αυτό δε σε καθιστά “κακό γονιό”. Είναι κάτι που συμβαίνει εξάλλου καθημερινά γύρω μας, στις κοινωνικές μας σχέσεις. Κάποιους τους συμπαθούμε λιγότερο και άλλους περισσότερο. Το μυστικό για να τηρήσεις τις ισορροπίες είναι η ίση αντιμετώπιση, ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε παιδιού Δε μπορείς να σταματήσεις να αισθάνεσαι αυτό που νιώθεις, δε χρειάζεται να νιώθεις τύψεις γι’ αυτό, αλλά μπορείς να μην το αφήσεις να επηρεάσει τη συμπεριφορά σου. Σε αυτό μπορεί να βοηθήσει και ο άλλος γονιός ώστε να υπάρχει μια αρμονία.
Αν το παιδί μεγαλώσει σ’ ένα περιβάλλον όπου πάντα κάποιος άλλος είναι το επίκεντρο, αν του δίνεται πάντα η εντύπωση ότι υστερεί, θα εγκλωβιστεί σε σύνδρομο κατωτερότητας και θα αναπτύξει αισθήματα ζήλιας και προς τα υπόλοιπα μέλη, αλλά και στη μετέπειτα ζωή του. Θα προσπαθεί πάντα να καλύψει την ανασφάλεια του με διάφορους τρόπους και θα αναζητά από μελλοντικούς συντρόφους ή φίλους την προσοχή που δεν πήρε από την οικογένειά του. Αν πάλι μεγαλώσει ως “εκλεκτό”, δεχτεί περισσότερη φροντίδα, αγάπη και προσοχή στην παιδική του ηλικία, καιροφυλακτεί ο κίνδυνος να εξελιχθεί σε έναν αλαζώνα και απαιτητικό ενήλικα. Ή και ανασφαλή, χωρίς εμπιστοσύνη στον εαυτό του
Οι ανάγκες κάθε παιδιού (ηλικιακές, πρακτικές, συναισθηματικές, υλικές) είναι διαφορετικές κι εσύ οφείλεις να τις διακρίνεις και να προσπαθείς να τις καλύψεις. Αυτός είναι ο πιο σίγουρος τρόπος να αποκτήσει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και να μεγαλώσει σ’ ένα υγιές περιβάλλον. Κάθε παιδί είναι ξεχωριστό γι’ αυτό που είναι, ανεξαρτήτου σύγκρισης. Έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, ταλέντα και αδυναμίες. Κάνε το παιδί σου να νιώσει τη μοναδικότητά του μέσα στην οικογένεια και αργότερα στην κοινωνία. Ξεκίνα με τη φράση: ”είσαι ο καλύτερος μικρός γιος που έχω” ή ”είσαι ο πιο σπουδαίος Χρήστος για μένα”.